Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Η Απομυθοποίηση (μέρος πρώτο)
Οι θρησκείες είναι κάτι πολύ μεγάλο, πολύ ισχυρό, αποφασιστικά ρυθμιστικό της ζωής και συμπεριφοράς των ανθρώπων στα μήκη και πλάτη της υφηλίου, για να μπορεί να διατηρούνται σ’ ένα άβατο, για να κρατιούνται μακριά από επιστημονική εξέταση. Ζούμε στην εποχή της επιστήμης. Η επιστήμη γίνεται όλο και περισσότερο ο καθοριστικός παράγων της εξέλιξής μας. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΙΜΙΟ για τους επιστήμονες να μένουν αμέτοχοι και ν’ αδιαφορούν για το ότι η θρησκεία εξακολουθεί να διαδίδει, ως αυθεντία, στον κοσμάκη ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΗΣ, όπως του Παράδεισου και της Κόλασης.
Εξάλλου το φαινόμενο της θρησκείας δεν είναι αφύσικο, η θρησκεία δεν είναι μια αφύσικη συμπεριφορά· συνέβη μέσα στην εξέλιξή μας. Όλα τα μεγάλα φαινόμενα της εξέλιξης του ανθρώπου και του πολιτισμού του έχουν προσεγγισθεί και ερευνώνται επιστημονικά με σκοπό την κατανόηση της εξέλιξής τους και την εξαγωγή συμπερασμάτων χρήσιμων για την ανθρωπότητα. Γιατί όχι και οι θρησκείες; Δεν γνωρίζουμε καμιά περίπτωση ενός πολύτιμου φαινομένου που να έχει καταστραφεί ή να έχει υποστεί σοβαρή ζημιά από τον επιστημονικό έλεγχο. Το να αρνείται λοιπόν η κάθε Εκκλησία την επιστημονική προσέγγιση της θρησκείας της δείχνει πως μάλλον και η ίδια δεν πιστεύει πραγματικά ότι το αντικείμενο της θρησκείας είναι τελικά κάτι το υπερφυσικό. Εάν το πίστευε θα παρακαλούσε την επιστημονική διερεύνηση να αποδείξει ότι η θρησκεία έχει όντως κάτι το υπερφυσικό ή ότι τουλάχιστον αποτελεί την καλύτερη λύση και ελπίδα για την ανθρωπότητα. Όμως ούτε σκέψη για κάτι τέτοιο. Απλώς: μην ακουμπάτε τη θρησκεία. Ούτε την Εκκλησία. Αφήστε τες στο απυρόβλητο.
Η θρησκεία ορίζεται σαν ένα δογματικό κοινωνικό σύστημα του οποίου τα μέλη πιστεύουν στην ύπαρξη υπερφυσικών οντοτήτων που με τρόπο υπερφυσικό μπορούν να επεμβαίνουν στον κόσμο και στην τύχη των ανθρώπων. Έτσι οι θεοί/ο Θεός έχουν ένα κεντρικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται τι πρέπει να κάνουν. Και αυτό χρησιμεύει για τον έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Χωρίς τις υπερφυσικές οντότητες και τα θαύματά τους και την πίστη στην επεμβατικότητά τους τι και πόση θρησκεία θα απόμενε για τον έλεγχο των ανθρώπων; Με την ανυπαρξία υπερφυσικών επιρροών και θαυμάτων η πίστη εξανεμίζεται. Γι αυτό και ο κλήρος απεγνωσμένα επινοεί παραμυθίες θαυμάτων.
Η Εκκλησία είναι η οργανωτική και λειτουργική δομή του θρησκευτικού συστήματος για τη συντήρηση κι εξέλιξή του. Η Εκκλησία ποιεί την θρησκεία. Έτσι θρησκεία και Εκκλησία είναι αλληλένδετες κι αδιαχώριστες οργανικά και διαχρονικά και δεν ισχύει στην πράξη το "άλλο η θρησκεία και άλλο η Εκκλησία", όπως βολεύονται κάποιοι πιστοί να απολογούνται. Όταν ασκείται κριτική για το περιεχόμενο της θρησκείας αυτή αφορά τον μύθο και τους διαμορφωτές του συνολικά, κι όταν ασκείται κριτική σε πρακτικές της Εκκλησίας αφορά τους διαμορφωτές και τον διαμορφούμενο μύθο τους. Το να επιμένει κανείς σε κάποια διάκριση του τύπου "καλή θρησκεία - κακοί παπάδες" σημαίνει ότι κάνει τη διάκριση μέσα σε μια προσωπική του αντίληψη του δίδυμου θρησκείας – παπάδων, καθόλου αντιπροσωπευτική της πραγματικότητας. Στην πραγματικότητα θρησκεία και Εκκλησία ταυτίζονται. Όταν μιλάμε για τη θρησκεία συμπεριλαμβάνουμε και την γενική λειτουργία της μέσω της Εκκλησίας. Και η κριτική μας στάση τις αφορά αξεχώριστα. Και δεν στεκόμαστε στο ατομικό ποιόν των κληρικών. Στο ότι υπάρχουν και "καλοί ιερωμένοι" – που εξίσου καλοί ή και καλύτεροι θα ήταν και ως κοσμικοί πολίτες - η στάση μας είναι: τόσο το χειρότερο· μπερδεύουν την κριτική θέαση της Εκκλησίας από το κοινό.
Είναι αναπόφευκτο να πιστεύουμε στα περισσότερα από όσα πιστεύουμε για τον κόσμο επειδή μας τα έχουν μάθει κάποιοι άλλοι. Μεταξύ αυτών σημαντική θέση κατέχουν κάποια προϊόντα αρχαίας αμάθειας και παραλογισμού που μας εμφύτευσαν οι θρησκείες έχοντάς τα αναγάγει σε δογματικές "αλήθειες". Τα περισσότερα από αυτά, αν πρωτοακούγονταν σήμερα, δεν θα τα θεωρούσαμε καθόλου "ιερά". Θεωρούνται όμως ιερά σήμερα επειδή κάποτε στο βαθύ παρελθόν της άγνοιας θεωρήθηκαν. Και από πολλούς. Η θρησκεία αντιστέκεται στη λογική με την επί αιώνες διάρκειά της και με τα πλήθη των πιστών της. Με την παλαιότητα και την ΑΔΡΑΝΕΙΑ της μεγάλης της μάζας. Αφήνουμε να σέρνεται η αρχαία αυταπάτη και να επηρεάζει δραστικά την ζωή μας. Να επιβάλλεται στη ζωή μας. Να μην είναι δυνατόν να εκλεγεί κανείς σε δημόσιο αξίωμα αν βγει και δηλώσει ότι έχει αμφιβολίες για την ύπαρξη του Παράδεισου και της Κόλασης. ΚΟΡΟΪΔΕΥΟΜΑΣΤΕ. Αυτή η θρησκευτική υποκρισία και Η ΑΝΟΧΗ ΜΑΣ στο να συμβαίνει υποθάλπει την ανάπτυξη επικίνδυνων καταστάσεων.
Η θρησκεία εμμένει στο να διατηρείται ανεξάρτητη από κάθε λογική αιτιολόγηση. Ενώ όλοι θεωρούμε φυσικό και νόμιμο να μας ζητείται να υποστηρίζουμε τις διάφορες πεποιθήσεις μας λογικά και τεκμηριωμένα, ένα τέτοιο αίτημα προς τους θρησκευόμενους εκλαμβάνεται ως καταστρατήγηση της "ελευθερίας του θρησκεύεσθαι". Ενώ η υποχρέωση απόδειξης του αντικειμένου της πίστης τους είναι δική τους και όχι εκείνων που δεν πιστεύουν. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να βρεθούν κάποτε αντιμέτωποι με αυτή την υποχρέωσή τους; Η ύπαρξη του θεού και των συνακόλουθων υπερφυσικοτήτων είναι απλώς και μόνο ένας ισχυρισμός, μια πρόταση. Λοιπόν, οι προτείνοντες ας το αποδείξουν. Το ότι δεν μπορούν βέβαια να το αποδείξουν δεν σημαίνει ότι μπορεί να το σέρνουν ως ένα ανεπίλυτο δήθεν, υπαρκτό όμως ΑΞΙΩΜΑ· είναι απλώς ένας ΜΗ ΕΛΛΟΓΟΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ. Μπαίνει θέμα λογικής ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ για την ύπαρξη και συντήρηση του ίδιου του ισχυρισμού.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν με την πεποίθηση ότι η αντικειμενική κριτική αντιμετώπιση της θρησκείας αποτελεί ΟΧΙ ΑΠΛΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ. Όσοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο των θρησκειών είναι όχι μόνο εσφαλμένο αλλά και επιβλαβές έχουν καθήκον να δημοσιοποιούν και να αναπτύσσουν τις θέσεις τους (και περισσότερο εκείνοι που λόγω θέσης ή φήμης ή επιστημονικού κύρους υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να ακουστούν).
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Φυσιοκράτης ή Δεισιδαίμων")
Ο θεός που "ανακατεύεται…"
Oι θρησκείες προσπαθούν να στηρίξουν και να διατηρούν την πίστη των πιστών στην ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ του θεού. Αυτό είναι το εργαλείο εξουσίασης και χειραγώγησης των εύπιστων από τους επαγγελματίες της θρησκείας. Ο θεός "ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΤΑΙ" στη ζωή - την τωρινή και τη "μέλλουσα" - των ανθρώπων και στα συναφή με αυτήν. Αυτό είναι το ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ για τη θρησκεία χαρακτηριστικό του θεού. Να ανακατεύεται. Ο πιστός να βρίσκεται σε κάποια σχέση εξάρτησης από αυτόν. Έτσι μόνον της είναι χρήσιμος ο θεός. Αλλιώς τι να τον κάνει; Σε τι χρησιμεύει ένας θεός που δεν απαντά σε προσευχές και δεν επεμβαίνει με θαύματα; Ένας θεός που δεν ανακατεύεται είναι μια έννοια άχρηστη κι αδιάφορη για τη θρησκεία, ίσως αντικείμενο διερεύνησης από την φιλοσοφία και τελικά από την επιστήμη. Ωστόσο, ακόμα και για τον πιο απλοϊκό και ανεπηρέαστο από επιστημονική γνώση πιστό, η παραδοχή ότι ο θεός του δε γίνεται να ανακατεύεται στα ανθρώπινα είναι η μόνη συμβατή με το χάλι που αυτά παρουσιάζουν επί αιώνες και αιώνες. Αυτό, και μόνο του, θα έπρεπε να του είναι επαρκώς πειστικό αν αποφάσιζε να κάνει χρήση της απλής λογικής του και σε αυτόν τον τομέα.
Οι ντεϊστές, που θέλουν να βλέπουν μια εμπρόθετη δημιουργία για αρχή του σύμπαντος, θεωρούν ότι ο "θεός" έστησε το σύμπαν με τους φυσικούς του νόμους, πάτησε το κουμπί της Έναρξης και απεσύρθη από κάθε παρέμβαση. Για τους πανθεϊστές ο "θεός" ταυτίζεται με το σύμπαν, είναι το ίδιο το σύμπαν, είναι οι νόμοι του, η ύλη του, οι λειτουργίες· δεν είναι προσωποποιημένος και καθόλου με οποιαδήποτε επεμβατική πρόθεση. Ακόμα και οι δύο αυτές εκδοχές αντίληψης του θεού είναι τελείως άχρηστες για τους θεϊστές. Για αυτούς νόημα και αξία έχει μόνον ένας ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΩΝ θεός. Γι αυτό επιμένουν οι απολογητές της θρησκείας ("δημιουργηστές" και άλλοι) να αρπάζονται από την ΥΠΟΘΕΣΗ της δημιουργίας. Υπόθεση όμως χωρίς νόημα και αξία για την πραγματικότητά μας αφού μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα ΔΕΝ υπάρχει παρέμβαση.
Πρόκειται για ένα απεγνωσμένο άρπαγμα από μία ουσιαστικά ΑΧΡΗΣΤΗ γι αυτούς πιθανολόγηση. Τι να την κάνουν την εκδοχή ύπαρξης ενός αρχικού Κάτι που δεν ανακατεύεται; Είναι τελικά ΧΩΡΙΣ ΣΗΜΑΣΙΑ Ο ΚΑΥΓΑΣ για το αν υπάρχει κάποιος δημιουργός (άρα Θεός) ή όχι. Γιατί, κι αν υποθέταμε ότι έστω υπήρξε αρχικά ένα "υπέρ-κόσμιο" εμπρόθετο Κάτι, έξω από αυτό το σύμπαν και τη φυσική του – κάτι αντίστοιχο προς αυτό που οι άνθρωποι επινόησαν από πολύ παλιά ως θεό - αλλά αυτό το Κάτι δεν έχει στις "προδιαγραφές" του, στους νόμους του, την επέμβασή του στα ανθρώπινα και δη στα ατομικά, όπως πέραν πάσης αμφιβολίας συμβαίνει, τι αξία μπορεί να έχει η θρησκευτικότητα και η πίστη σ’ αυτό; Καμία. Είναι μια απελπισμένη ελπίδα; Μια εμμονή ότι ένα υπερφυσικό Κάτι, που δεν διαπιστώνεται η ύπαρξή του, μπορεί, αν υπάρχει, να ανακατευτεί και καμιά φορά, όταν το παρα-παρακαλέσει κάποιος, ή να αποφασίσει κάποτε στο μέλλον να ανακατευτεί γενικώς; Η θρησκευτική πίστη στο υπερφυσικό και οι πρακτικές της για αιώνες και αιώνες δεν πέτυχαν, πέραν των εκστατικών αυθυποβολών, καμιά πραγματική προσέγγιση κι επικοινωνία με το υποτιθέμενο Κάτι. Η Αποκάλυψη δεν υπήρξε ποτέ. Τι σχέση (και τι δικαίωση) έχει η θρησκεία με το τελικά κι αποκλειστικά επιστημονικό ερώτημα περί ύπαρξης ή μη ενός κάποιου Κάτι; Και πάλι, ΚΑΜΙΑ. Είναι προφανές ότι η όλη υπόθεση είναι μια λογική εκτροπή, μια παραπλανητική επιμονή εκ μέρους των υπερασπιστών της θρησκείας, ίσα-ίσα για να διατηρείται ένα έσχατο στοιχείο μεταφυσικής στις συνειδήσεις των ανθρώπων και έτσι η επιρρέπειά τους στη θρησκευτικότητα. Και βέβαια η παραμονή τους στο πελατολόγιο. Όλοι όσοι κερδίζουν τα προς το ζην διδάσκοντας, κηρύσσοντας ή συντηρώντας θρησκευτικά δόγματα επιμένουν. Γιατί ξέρουν ότι μια αδέσμευτη κριτική προσέγγιση της θρησκείας αποτελεί απειλή για τα συμφέροντά τους.
Επιπλέον, ο προσηλυτισμός και η συγκράτηση των πιστών στη θρησκεία, ως κάτι γενικά επιτρεπόμενο και αποδεκτό, έχει μια άκρως καταστρεπτική συνέπεια για την ανθρώπινη ψυχολογία συνολικά: ΕΞΙΛΕΩΝΕΙ και νομιμοποιεί την πίστη γενικώς, την πίστη σε οτιδήποτε, χωρίς κριτική, έλεγχο, απόδειξη. Καθιστά την πίστη τρόπο σκέψης και αντίληψης του κόσμου. Αφού η πίστη στο "θείο" είναι αναγνωρισμένη και παραδεκτή ως κάτι καλό και σεβαστό, αφού επικροτείται η πίστη σε άγγελους και θαύματα, γιατί να μην πιστεύουν οι άνθρωποι και την οποιαδήποτε άλλη δεισιδαιμονία ή απιθανότητα τους αρέσει; Έτσι, να είστε βέβαιοι πως μια δειγματοληπτική καταγραφή του σκέπτεσθαι μιας μεγάλης κι αντιπροσωπευτικής μερίδας ατόμων μιας κοινωνίας για ένα χρονικό διάστημα, αν ήταν δυνατόν να γίνει, θα αποκάλυπτε ένα απίστευτα υψηλό ποσοστό εξωπραγματικών διαλογισμών βασισμένων σε πίστη σε ανυπόστατα πράγματα, σαν να ήταν αντικειμενικά δεδομένα. Πίστη περισσότερη από τη γνώση. Οι άνθρωποι πάνε στην πίστη για να γλυτώσουν από τη γνώση, υποκαθιστούν με πίστη τη γνώση γιατί τη φοβούνται. Και η θρησκευτική πίστη δικαιώνει την αυταπάτη, νομιμοποιεί το παραμύθιασμα.
Πεποίθηση με αποδείξεις = γνώση.
Πεποίθηση χωρίς αποδείξεις = πίστη.
Κύριο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου πνεύματος κατά τις πολλές χιλιετίες της εξέλιξής του υπήρξε το να συγχέει το πραγματικό με το φανταστικό στην αντίληψή του για τον Κόσμο. Τα κάθε λογής "φαντάσματα" ήταν, και δυστυχώς ακόμη είναι, μέρος της αντίληψης της πραγματικότητας, για να καλύπτουν τα κενά της γνώσης και τις αδυναμίες του ψυχισμού.
Σήμερα πια, με την αύξηση και τη διασπορά της επιστημονικής γνώσης, η αντίληψη του κόσμου από τους ανθρώπους μπορεί να διακριθεί σε δυο κατηγορίες. Αυτοί, οι λιγότεροι ακόμα, που όμως όλο κι αυξάνουν, που θεωρούν ότι ο κόσμος αποτελείται ΜΟΝΟΝ από φυσικές οντότητες και δράσεις, οι οποίες, όσο σύνθετες κι αν είναι, λειτουργούν σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους και τίποτα πέρα από αυτά δεν δύναται να συμβαίνει. Και οι περισσότεροι ακόμα, που όμως όλο και λιγοστεύουν, και που λόγω ανεπαρκούς γνώσης και ψυχολογίας, διατηρούν στην κοσμοαντίληψή τους το χάος της συνύπαρξης φυσικών οντοτήτων και "φαντασμάτων". Εν μέρει γνωρίζουν και εν μέρει πιστεύουν.
Στους πρώτους δεν γίνεται να βρείτε πιστούς του οποιουδήποτε "φαντάσματος", παρά μόνο για λόγους κοινωνικού κομφορμισμού, όχι αληθινούς. Οι δεύτεροι όμως γαλουχημένοι στην πίστη και σε αυταπάτες θρησκευτικές και ιδεοληπτικές, από γονιούς και περιβάλλον, καθηλωμένοι στο φόβο και σπρωγμένοι στην υπακοή, είναι αιχμάλωτοι "ποιμένων" και ακόλουθοι πατρώνων. Από τον αμαθή χωρικό στην άκρη του κόσμου μέχρι τον ιντερνετικό πολίτη μιας μεγαλούπολης ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι έχουν επιλέξει οι ίδιοι τις πίστες τους. Δηλαδή το να αυθυποβάλλονται/αυθυποκρίνονται ότι γνωρίζουν κάτι που δεν γίνεται να γνωρίζουν. Δεν βλέπουν τους εαυτούς τους απ’ έξω. Και συντηρούν το πρόβλημα να μην μπορεί η κοινωνία να διευθετήσει γνωστικά και λογικά τη συνέχειά της.
Ο Ελληνοχριστιανισμός
Μετά την επανάσταση του 21 συνεστήθη από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τους εντόπιους ΡΩΜΙΟΥΣ (μοραΐτες, γραικούς, αρβανίτες, βλάχους, σαρακατσαναίους και άλλα φύλα που συζούσαν στο παραπεταγμένο κομμάτι της αυτοκρατορίας, στα "Κατωτινά μέρη" για τους Βυζαντινούς) ένα νέο εθνικό κράτος. Με το εξοστρακισμένο και βδελυρό για την ρωμαίο-βυζαντινό-οθωμανική ορθόδοξη εκκλησία όνομα: Ελλάς ( Grèce = Γραικία, χώρα των αρχαιοελληνικών χαιρέμαχων γραικών και των κατόπιν υποταγμένων γραικύλων). Και με ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ των ποικίλων κατοίκων του σε ΕΛΛΗΝΕΣ.
Που το πιστέψαμε. Και το βάλαμε στα σχολεία. Για να γίνουμε Έθνος.
Ε! τι να κάνει και η Εκκλησία; Από ανθελληνική για αιώνες και αιώνες το γύρισε κωλοτούμπα στον Ελληνοχριστιανισμό. Κι αυτοπροβλήθηκε ψευδέστατα ως διατηρητής και προστάτης του ελληνικού πολιτισμού. Για να μην ξεκαβαλικέψει από την εξουσία. Και δεν έπαψε να εξιουδαϊζει με την ιουδαϊκή μυθολογία και μυθιστορία τα παιδιά των νέων-ελλήνων.
Το Ελληνοχριστιανικό ψέμα
"Διατάσσουμε τους άρχοντές μας, αλλά και όσους διδάσκονται από τους θεοφιλέστατους επισκόπους, να αναζητούν σύμφωνα με το νόμο όλες τις περιπτώσεις ασέβειας υπέρ της Ελληνικής θρησκείας έτσι ώστε να μη συμβαίνουν, αλλά και αν συμβαίνουν να τιμωρούνται. Κανείς να μην έχει το δικαίωμα να κληροδοτεί με διαθήκη(περιουσίες) ή να χαρίζει με δωρεά οτιδήποτε σε πρόσωπα ή τόπους, που έχουν επισημανθεί ότι διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού. Όσα δίδονται ή κληροδοτούνται μ’ αυτόν τον τρόπο θα αφαιρούνται. Με την παρούσα ευσεβή νομοθεσία να διατηρηθούν σε ισχύ όλες οι τιμωρίες, με τις οποίες οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν απειλήσει να τιμωρήσουν την Ελληνική πλάνη, με τις οποίες προσπαθούσαν (οι προγενέστεροι χριστιανοί βασιλείς) να διασφαλίσουν την Ορθόδοξη πίστη". (Ιουστινιάνειος Κώδικας 1.11.9 επίσης Β1,1,19 και Νομοκανών 6,3).